- ἔνογκος
- ἔνογκος, ον,A swollen,
φλέβες Steph. in Hp.1.206D.
II possessing bulk, corporeal, Porph.Sent.27;τὸ ἔ. καὶ διαστατόν Iamb.Comm. Math.8
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φλέβες Steph. in Hp.1.206D.
τὸ ἔ. καὶ διαστατόν Iamb.Comm. Math.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ένογκος — ἔνογκος, ον (AM) [όγκος] 1. εξογκωμένος, διογκωμένος 2. ογκώδης, σωματώδης … Dictionary of Greek
ἔνογκος — swollen masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνογκον — ἔνογκος swollen masc/fem acc sg ἔνογκος swollen neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόγκῳ — ἔνογκος swollen masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔνογκοι — ἔνογκος swollen masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όγκος — Από στοιχειώδη άποψη, ο όρος χαρακτηρίζει την «έκταση ενός στερεού» ως προς μια μονάδα μέτρησης μ3, π.χ. το κυβικό μέτρο, το κυβικό εκατοστό κλπ. Για ορισμένα απλά στερεά υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες, που μας επιτρέπουν τον υπολογισμό του όγκου … Dictionary of Greek